φροντίσει

φροντίσει
φρόντισις
care
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
φροντίσεϊ , φρόντισις
care
fem dat sg (epic)
φρόντισις
care
fem dat sg (attic ionic)
φροντίζω
consider
aor subj act 3rd sg (epic)
φροντίζω
consider
fut ind mid 2nd sg
φροντίζω
consider
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Μπετόβεν, Λούντβιχ βαν- — (Ludwig van Beethoven, Βόνη 1770 – Βιέννη 1827). Γερμανός συνθέτης, μια από τις κυρίαρχες μορφές της μουσικής τέχνης όλων των εποχών. Γεννήθηκε από φλαμανδική οικογένεια, η οποία είχε μακροχρόνιες σχέσεις με τη μουσική. Ο Μ. άρχισε τις πρώτες του …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • άνοιαστος — κ. άγνοιαστος, η, ο 1. αυτός που δεν φροντίζει για τίποτα, αμέριμνος, ξέγνοιαστος 2. (παθ. σημ.) αυτός για τον οποίο δεν έχουν φροντίσει, παραμελημένος …   Dictionary of Greek

  • αμελητέος — α, ο (Α ἀμελητέος, α, ον) [ἀμελῶ] 1. ο ανάξιος λόγου και υπολογισμού, ασήμαντος, τιποτένιος 2. φρ. «αμελητέα ποσότητα», ανάξια λόγου, ασήμαντη ποσότητα (λέγεται και για πρόσωπα) αρχ. αυτός, για τον οποίο δεν πρέπει κανείς να φροντίσει …   Dictionary of Greek

  • απαγόρευση — Δικαστική ή νόμιμη α. είναι η κατάσταση ολικής ανικανότητας για δικαιοπραξία στην οποία βρίσκεται ένα άτομο, είτε κατόπιν δικαστικής απόφασης που τον κηρύσσει σε κατάσταση α. (δικαστική α.) είτε από τον νόμο (νόμιμη α.). Σε κατάσταση δικαστικής α …   Dictionary of Greek

  • αύριο — (AM αὔριον) επίρρ. Ι. 1. την αμέσως επόμενη μέρα 2. πολύ σύντομα, στο εγγύς μέλλον (πρβλ. α) «ἐς αὔριον τὰ σπουδαῑα» όταν επιδιώκεται η αναβολή μιας σπουδαίας συζήτησης β) «τάχ αὔριον ἔσσετ ἄμεινον» το μέλλον θα είναι καλύτερο γ) «σήμερ αύριο»… …   Dictionary of Greek

  • εκτελεστής — ο 1. αυτός στον οποίο ανατίθεται η εκτέλεση, αυτός που εκτελεί τα παραγγελλόμενα 2. (νομ.) αυτός που ορίζεται στη διαθήκη να φροντίσει για την εκτέλεσή της …   Dictionary of Greek

  • εντροπή — και ντροπή, η (AM ἐντροπή) 1. η ταπείνωση που προκαλεί η συναίσθηση ενοχής, καταισχύνη, ρεζίλεμα («μισεύγει με την εντροπή και πλιο του δεν εφάνη», Ερωτόκρ.) 2. συστολή από σεβασμό («γεννᾱ γὰρ σέβας ἐντροπή», Σπανέας) νεοελλ. αυτό που προκαλεί… …   Dictionary of Greek

  • ευκομιδής — εὐκομιδής, ές (Α) αυτός για τον οποίο έχει επιμεληθεί, έχει φροντίσει κάποιος καλά, ο καλοφροντισμένος («εὐκομιδεῑς νομαί», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κομιδή (< κομίζω «φροντίζω», υποχωρητικός σχηματισμός)] …   Dictionary of Greek

  • μεταξάς — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ., 69 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, στα δεξιά του ποταμού Εύηνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μακρυνείας. 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”